- σφαδαστικός
- η , ό[ν]1) бьющийся (в предсмертных судорогах); 2) трепещущий (о крыльях бабочки, птицы и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφαδαστικός — ή, ό / σφαδαστικός, ή, όν, ΝΜ [σφαδάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφαδασμό. επίρρ... σφαδαστικῶς Μ με σφαδασμό … Dictionary of Greek